Λεξιλόγιο
Βουλγαρικά – Ρήματα Άσκηση

σταματώ
Η αστυνομικός σταματά το αυτοκίνητο.

είμαι ενήμερος
Το παιδί είναι ενήμερο για τον καυγά των γονιών του.

στέκομαι
Ο ορειβάτης στέκεται στην κορυφή.

παίζω
Το παιδί προτιμά να παίζει μόνο του.

συναντώ
Οι φίλοι συναντήθηκαν για κοινό δείπνο.

πουλάω
Τα εμπορεύματα πουλιούνται.

ξυπνώ
Μόλις ξύπνησε.

ανακατεύω
Ανακατεύει έναν χυμό φρούτου.

τρέχω έξω
Τρέχει έξω με τα καινούργια παπούτσια.

καίγομαι
Η φωτιά θα καεί πολύ στο δάσος.

προσλαμβάνω
Η εταιρεία θέλει να προσλάβει περισσότερους ανθρώπους.
