Λεξιλόγιο

Βεγγαλική – Ρήματα Άσκηση

βγαίνει
Πρέπει να βγαίνει με λίγα χρήματα.
παίρνω
Μπορώ να σου παίρνω μια ενδιαφέρουσα δουλειά.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.
έχω στη διάθεση
Τα παιδιά έχουν μόνο το χαρτζιλίκι στη διάθεσή τους.
γυμνάζομαι
Η γυμναστική σε κρατά νέο και υγιή.
συνδέω
Αυτή η γέφυρα συνδέει δύο γειτονιές.
συμμετέχω
Συμμετέχει στον αγώνα.
πετώ μαζί
Μπορώ να πετάξω μαζί σου;
είμαι υπεύθυνος
Ο γιατρός είναι υπεύθυνος για τη θεραπεία.
προετοιμάζω
Έχει προετοιμαστεί ένα νόστιμο πρωινό!
ολοκληρώνω
Ολοκληρώνει τη διαδρομή του κάθε μέρα.
είμαι διασυνδεδεμένος
Όλες οι χώρες της Γης είναι διασυνδεδεμένες.