Λεξιλόγιο

Δανικά – Ρήματα Άσκηση

πλησιάζω
Οι σαλιγκάρια πλησιάζουν ο ένας στον άλλο.
καίγομαι
Η φωτιά θα καεί πολύ στο δάσος.
καταλαβαίνω
Τελικά κατάλαβα το καθήκον!
γεννάω
Θα γεννήσει σύντομα.
απαιτώ
Απαιτεί αποζημίωση.
έρχομαι σε σένα
Η τύχη έρχεται προς τα εκεί.
προσέχω
Πρέπει να προσέχεις τις κυκλοφοριακές πινακίδες.
τυφλώνομαι
Ο άντρας με τα σήματα έχει τυφλωθεί.
πρωινιάζω
Προτιμούμε να πρωινιάζουμε στο κρεβάτι.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.
βρίσκω δύσκολο
Και οι δύο βρίσκουν δύσκολο να πουν αντίο.
απολαμβάνω
Εκείνη απολαμβάνει τη ζωή.