Λεξιλόγιο
Δανικά – Ρήματα Άσκηση

περνώ
Το αυτοκίνητο περνάει μέσα από ένα δέντρο.

τονίζω
Μπορείς να τονίσεις καλά τα μάτια σου με μακιγιάζ.

εμπλουτίζω
Τα μπαχαρικά εμπλουτίζουν το φαγητό μας.

εισάγω
Έχω εισάγει το ραντεβού στο ημερολόγιό μου.

λαμβάνω
Λαμβάνει καλή σύνταξη στη γηρατειά.

αγγίζω
Την αγγίζει τρυφερά.

τρέχω μακριά
Όλοι έτρεξαν μακριά από τη φωτιά.

αντέχω
Δεν μπορεί να αντέξει το τραγούδι.

περνάω
Οι δύο περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλο.

συμβαίνω
Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στα όνειρα.

μελετώ
Υπάρχουν πολλές γυναίκες που μελετούν στο πανεπιστήμιό μου.
