Λεξιλόγιο
Ουγγρικά – Ρήματα Άσκηση

ανακατεύω
Ο ζωγράφος ανακατεύει τα χρώματα.

πιστεύω
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό.

αλλάζω
Ο αυτοκινητοβιομηχανικός αλλάζει τα λάστιχα.

πίνω
Οι αγελάδες πίνουν νερό από τον ποταμό.

προσλαμβάνω
Η εταιρεία θέλει να προσλάβει περισσότερους ανθρώπους.

καίγομαι
Η φωτιά θα καεί πολύ στο δάσος.

συμβαίνω
Κάτι κακό έχει συμβεί.

παντρεύομαι
Δεν επιτρέπεται στα ανήλικα να παντρευτούν.

καλύπτω
Το παιδί καλύπτει τα αυτιά του.

παντρεύομαι
Το ζευγάρι μόλις παντρεύτηκε.

δουλεύω
Οι δισκέτες σας δουλεύουν τώρα;
