Λεξιλόγιο
Αρμενικα – Ρήματα Άσκηση

πλένω
Η μητέρα πλένει το παιδί της.

κόβω
Το ύφασμα κόβεται κατά μέγεθος.

επιτρέπω
Ο πατέρας δεν του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή του.

συνοδεύω
Ο σκύλος τους συνοδεύει.

ξυπνώ
Το ξυπνητήρι τη ξυπνά στις 10 π.μ.

έχω στη διάθεση
Τα παιδιά έχουν μόνο το χαρτζιλίκι στη διάθεσή τους.

αλλάζω
Ο αυτοκινητοβιομηχανικός αλλάζει τα λάστιχα.

αλλάζω
Πολλά έχουν αλλάξει λόγω της κλιματικής αλλαγής.

αφαιρώ
Ο τεχνίτης αφαίρεσε τα παλιά πλακάκια.

σημειώνω
Πρέπει να σημειώσετε τον κωδικό πρόσβασης!

περνάω
Ο χρόνος μερικές φορές περνά αργά.
