Λεξιλόγιο
Ιταλικά – Ρήματα Άσκηση

αυξάνω
Η εταιρεία έχει αυξήσει τα έσοδά της.

καθαρίζω
Καθαρίζει την κουζίνα.

καλύπτω
Έχει καλύψει το ψωμί με τυρί.

υπερβαίνω
Οι αθλητές υπερβαίνουν τον καταρράκτη.

μιλώ κακά
Οι συμμαθητές της μιλούν κακά για εκείνη.

βγαίνει
Πρέπει να βγαίνει με λίγα χρήματα.

απολύω
Ο αφεντικός μου με απέλυσε.

σηκώνομαι
Δεν μπορεί πλέον να σηκωθεί μόνη της.

διασκεδάζω
Διασκεδάσαμε πολύ στο λούνα παρκ!

προτιμώ
Η κόρη μας δεν διαβάζει βιβλία, προτιμά το τηλέφωνό της.

βάφω
Έχει βάψει τα χέρια της.
