Λεξιλόγιο
Λιθουανικά – Ρήματα Άσκηση

συμβαίνω
Ένα ατύχημα έχει συμβεί εδώ.

καίω
Κάηκε ένα σπίρτο.

κάνω λάθος
Πραγματικά έκανα λάθος εκεί!

καταλαβαίνω
Δεν μπορώ να σε καταλάβω!

περνάω
Η μεσαιωνική περίοδος έχει περάσει.

κρέμομαι
Η αιώρα κρέμεται από την οροφή.

ανακαλύπτω
Οι ναυτικοί έχουν ανακαλύψει μια νέα γη.

βοηθώ
Τον βοήθησε να σηκωθεί.

αναχωρώ
Το τρένο αναχωρεί.

τηλεφωνώ
Το κορίτσι τηλεφωνεί στη φίλη της.

φτάνω
Πολλοί άνθρωποι φτάνουν με το τροχόσπιτο για διακοπές.
