Λεξιλόγιο
Λιθουανικά – Ρήματα Άσκηση

κρέμομαι
Τα παγοκρύσταλλα κρέμονται από τη στέγη.

εκφράζομαι
Θέλει να εκφραστεί στη φίλη της.

προσκαλώ
Ο δάσκαλός μου με προσκαλεί συχνά.

πηδώ έξω
Το ψάρι πηδάει έξω από το νερό.

προστατεύω
Τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται.

κλείνω
Κλείνει τις κουρτίνες.

πηδώ πάνω
Το παιδί πηδάει πάνω.

θέλω να βγω
Το παιδί θέλει να βγει έξω.

σκοτώνω
Πρόσεχε, μπορείς να σκοτώσεις κάποιον με αυτό το τσεκούρι!

σηκώνω
Το ελικόπτερο σηκώνει τους δύο άνδρες.

ελέγχω
Ο οδοντίατρος ελέγχει την οδοντοστοιχία του ασθενούς.
