Λεξιλόγιο

Λιθουανικά – Ρήματα Άσκηση

cms/verbs-webp/61280800.webp
ασκώ συγκράτηση
Δεν μπορώ να ξοδέψω πολλά χρήματα· πρέπει να ασκήσω συγκράτηση.
cms/verbs-webp/95190323.webp
ψηφίζω
Ψηφίζει κανείς υπέρ ή κατά ενός υποψηφίου.
cms/verbs-webp/104825562.webp
ορίζω
Πρέπει να ορίσεις το ρολόι.
cms/verbs-webp/106997420.webp
αφήνω ανέπαφο
Η φύση αφέθηκε ανέπαφη.
cms/verbs-webp/47969540.webp
τυφλώνομαι
Ο άντρας με τα σήματα έχει τυφλωθεί.
cms/verbs-webp/123213401.webp
μισώ
Τα δύο αγόρια μισούν τον έναν τον άλλο.
cms/verbs-webp/100011426.webp
επηρεάζω
Μην αφήνεις τον εαυτό σου να επηρεάζεται από τους άλλους!
cms/verbs-webp/97784592.webp
προσέχω
Πρέπει να προσέχεις τις πινακίδες των δρόμων.
cms/verbs-webp/119417660.webp
πιστεύω
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό.
cms/verbs-webp/131098316.webp
παντρεύομαι
Δεν επιτρέπεται στα ανήλικα να παντρευτούν.
cms/verbs-webp/89025699.webp
κουβαλώ
Ο γάιδαρος κουβαλάει ένα βαρύ φορτίο.
cms/verbs-webp/65313403.webp
κατεβαίνω
Κατεβαίνει τα σκαλιά.