Λεξιλόγιο
Λετονικά – Ρήματα Άσκηση

περιορίζω
Πρέπει να περιοριστεί ο εμπόριο;

σταματώ
Η γυναίκα σταματά ένα αυτοκίνητο.

σώζω
Οι γιατροί κατάφεραν να του σώσουν τη ζωή.

πλησιάζω
Οι σαλιγκάρια πλησιάζουν ο ένας στον άλλο.

βοηθώ
Οι πυροσβέστες βοήθησαν γρήγορα.

κλείνω
Πρέπει να κλείσεις σφιχτά τη βρύση!

αποφασίζω
Δεν μπορεί να αποφασίσει ποια παπούτσια να φορέσει.

φέρνω
Πόσες φορές πρέπει να φέρω εις πέρας αυτό το επιχείρημα;

πουλάω
Τα εμπορεύματα πουλιούνται.

βαραίνω
Τη βαραίνει πολύ η δουλειά στο γραφείο.

αποχαιρετώ
Η γυναίκα αποχαιρετά.
