Λεξιλόγιο

Σλαβομακεδονικά – Ρήματα Άσκηση

μετακομίζω
Το ανιψιό μου μετακομίζει.
ανήκω
Η γυναίκα μου ανήκει σε μένα.
πληρώνω
Πληρώνει ηλεκτρονικά με πιστωτική κάρτα.
εξαρτώμαι
Είναι τυφλός και εξαρτάται από εξωτερική βοήθεια.
παλεύω
Οι αθλητές παλεύουν μεταξύ τους.
απαντώ
Πάντα απαντά πρώτη.
γίνομαι φίλοι
Οι δύο έχουν γίνει φίλοι.
καταστρέφω
Ο συνεφοστρόμβος καταστρέφει πολλά σπίτια.
αξιολογώ
Αξιολογεί την απόδοση της εταιρείας.
κρέμομαι
Τα παγοκρύσταλλα κρέμονται από τη στέγη.
μεταφέρω
Το φορτηγό μεταφέρει τα αγαθά.
περνώ
Το αυτοκίνητο περνάει μέσα από ένα δέντρο.