Λεξιλόγιο
Ρουμανικά – Ρήματα Άσκηση

σηκώνω
Η μητέρα σηκώνει το μωρό της.

παίρνω
Μπορώ να σου παίρνω μια ενδιαφέρουσα δουλειά.

συμβαίνω
Συνέβη κάτι σε αυτόν στο εργατικό ατύχημα;

χρειάζομαι χρόνο
Του πήρε πολύ χρόνο να φτάσει η βαλίτσα του.

χάνω
Περίμενε, έχεις χάσει το πορτοφόλι σου!

καταναλώνω
Αυτή η συσκευή μετράει πόσο καταναλώνουμε.

χρεοκοπώ
Η επιχείρηση πιθανότατα θα χρεοκοπήσει σύντομα.

προκαλώ
Ο καπνός προκάλεσε τον συναγερμό.

καθαρίζω
Καθαρίζει την κουζίνα.

συμβαίνω
Κάτι κακό έχει συμβεί.

τρέχω πίσω
Η μητέρα τρέχει πίσω από τον γιο της.
