Λεξιλόγιο
Ταϊλανδεζικά – Ρήματα Άσκηση

υπάρχω
Οι δεινόσαυροι δεν υπάρχουν πια σήμερα.

ανακαλύπτω
Οι ναυτικοί έχουν ανακαλύψει μια νέα γη.

λύνω
Προσπαθεί εις μάτην να λύσει ένα πρόβλημα.

παίρνει
Πρέπει να παίρνει ένα ασθενοπερίπτωση από τον γιατρό.

κάθομαι
Πολλοί άνθρωποι κάθονται στο δωμάτιο.

μειώνω
Εξοικονομείτε χρήματα όταν μειώνετε τη θερμοκρασία του δωματίου.

αφήνω
Δεν πρέπει να αφήσεις το κράτημα!

καθίζω
Κάθεται δίπλα στη θάλασσα κατά το ηλιοβασίλεμα.

αρνούμαι
Το παιδί αρνείται το φαγητό του.

κλαίω
Το παιδί κλαίει στη μπανιέρα.

χάνομαι
Είναι εύκολο να χαθείς στο δάσος.
