Λεξιλόγιο
Τιγρινιακά – Ρήματα Άσκηση

εξασκούμαι
Εξασκείται καθημερινά με το skateboard του.

πρωινιάζω
Προτιμούμε να πρωινιάζουμε στο κρεβάτι.

σηκώνω
Η μητέρα σηκώνει το μωρό της.

ξεκινώ
Οι πεζοπόροι ξεκίνησαν νωρίς το πρωί.

ανήκω
Η γυναίκα μου ανήκει σε μένα.

κοιμάμαι
Θέλουν επιτέλους να κοιμηθούν για μία νύχτα.

φτάνω
Έφτασε ακριβώς στην ώρα του.

χτίζω
Έχουν χτίσει πολλά μαζί.

συγχωρώ
Του συγχωρώ τα χρέη του.

ταξιδεύω
Έχω ταξιδέψει πολύ γύρω από τον κόσμο.

ολοκληρώνω
Έχουν ολοκληρώσει το δύσκολο έργο.
