Λεξιλόγιο
Κινεζικά (Απλοποιημένα) – Τεστ ανάγνωσης ρημάτων
-
EL
Ελληνικά
- AR Αραβικά
- DE Γερμανικά
- EN Αγγλικά (US)
- EN Αγγλικά (UK)
- ES Ισπανικά
- FR Γαλλικά
- IT Ιταλικά
- JA Ιαπωνικά
- PT Πορτογαλικά (PT)
- PT Πορτογαλικά (BR)
- AD Αντίγε
- AF Αφρικάανς
- AM Αμχαρικά
- BE Λευκορωσικά
- BG Βουλγαρικά
- BN Βεγγαλική
- BS Βοσνιακά
- CA Καταλανικά
- CS Τσεχικά
- DA Δανικά
- EL Ελληνικά
- EO Εσπεράντο
- ET Εσθονικά
- FA Περσικά
- FI Φινλανδικά
- HE Εβραϊκά
- HI Χίντι
- HR Κροατικά
- HU Ουγγρικά
- HY Αρμενικα
- ID Ινδονησιακά
- KA Γεωργιανά
- KK Καζακστανικά
- KN Κανάντα
- KO Κορεατικά
- KU Κουρδικά (Κουρμαντζί)
- KY Κιργιζιανά
- LT Λιθουανικά
- LV Λετονικά
- MK Σλαβομακεδονικά
- MR Μαραθικά
- NL Ολλανδικά
- NN Νορβηγικό nynorsk
- NO Νορβηγικά
- PA Παντζάμπι
- PL Πολωνικά
- RO Ρουμανικά
- RU Ρωσικά
- SK Σλοβακικά
- SL Σλοβενικά
- SQ Αλβανικά
- SR Σερβικά
- SV Σουηδικά
- TA Ταμίλ
- TE Τελούγκου
- TH Ταϊλανδεζικά
- TI Τιγρινιακά
- TL Φιλιππινέζικα
- TR Τουρκικά
- UK Ουκρανικά
- UR Ουρντού
- VI Βιετναμεζικά
-
ZH
Κινεζικά (Απλοποιημένα)
- AR Αραβικά
- DE Γερμανικά
- EN Αγγλικά (US)
- EN Αγγλικά (UK)
- ES Ισπανικά
- FR Γαλλικά
- IT Ιταλικά
- JA Ιαπωνικά
- PT Πορτογαλικά (PT)
- PT Πορτογαλικά (BR)
- ZH Κινεζικά (Απλοποιημένα)
- AD Αντίγε
- AF Αφρικάανς
- AM Αμχαρικά
- BE Λευκορωσικά
- BG Βουλγαρικά
- BN Βεγγαλική
- BS Βοσνιακά
- CA Καταλανικά
- CS Τσεχικά
- DA Δανικά
- EO Εσπεράντο
- ET Εσθονικά
- FA Περσικά
- FI Φινλανδικά
- HE Εβραϊκά
- HI Χίντι
- HR Κροατικά
- HU Ουγγρικά
- HY Αρμενικα
- ID Ινδονησιακά
- KA Γεωργιανά
- KK Καζακστανικά
- KN Κανάντα
- KO Κορεατικά
- KU Κουρδικά (Κουρμαντζί)
- KY Κιργιζιανά
- LT Λιθουανικά
- LV Λετονικά
- MK Σλαβομακεδονικά
- MR Μαραθικά
- NL Ολλανδικά
- NN Νορβηγικό nynorsk
- NO Νορβηγικά
- PA Παντζάμπι
- PL Πολωνικά
- RO Ρουμανικά
- RU Ρωσικά
- SK Σλοβακικά
- SL Σλοβενικά
- SQ Αλβανικά
- SR Σερβικά
- SV Σουηδικά
- TA Ταμίλ
- TE Τελούγκου
- TH Ταϊλανδεζικά
- TI Τιγρινιακά
- TL Φιλιππινέζικα
- TR Τουρκικά
- UK Ουκρανικά
- UR Ουρντού
- VI Βιετναμεζικά
0
0
到达 | 许多人在度假时乘坐露营车到达。
Dàodá | xǔduō rén zài dùjià shí chéngzuò lùyíng chē dàodá.
φτάνω | Πολλοί άνθρωποι φτάνουν με το τροχόσπιτο για διακοπές.
有权 | 老人有权领取养老金。
Yǒu quán | lǎorén yǒu quán lǐngqǔ yǎnglǎo jīn.
έχω δικαίωμα | Οι ηλικιωμένοι έχουν δικαίωμα σε σύνταξη.
接受 | 这里接受信用卡。
Jiēshòu | zhèlǐ jiēshòu xìnyòngkǎ.
αποδέχομαι | Δέχονται πιστωτικές κάρτες εδώ.
打 | 她把球打过网。
Dǎ | tā bǎ qiú dǎguò wǎng.
χτυπώ | Χτυπά τη μπάλα πάνω από το δίχτυ.