単語

ja 職業   »   el Επαγγέλματα

建築家

ο αρχιτέκτονας

o architéktonas
建築家
宇宙飛行士

ο αστροναύτης

o astronáf̱ti̱s
宇宙飛行士
理髪師

ο κουρέας

o kouréas
理髪師
鍛冶屋

ο σιδεράς

o siderás
鍛冶屋
ボクサー

ο πυγμάχος

o pygmáchos
ボクサー
闘牛士

ο ταυρομάχος

o tav̱romáchos
闘牛士
官僚

ο γραφειοκράτης

o grafeiokráti̱s
官僚
出張

το επαγγελματικό ταξίδι

to epangelmatikó taxídi
出張
会社員

ο επιχειρηματίας

o epicheiri̱matías
会社員
肉屋

ο κρεοπώλης

o kreopó̱li̱s
肉屋
自動車修理工

ο μηχανικός αυτοκινήτων

o mi̱chanikós af̱tokiní̱to̱n
自動車修理工
管理人

ο φροντιστής

o frontistí̱s
管理人
掃除婦

η καθαρίστρια

i̱ katharístria
掃除婦
ピエロ

ο κλόουν

o klóoun
ピエロ
同僚

ο συνάδελφος

o synádelfos
同僚
指揮者

ο μαέστρος

o maéstros
指揮者
シェフ

ο μάγειρας

o mágeiras
シェフ
カウボーイ

ο καουμπόης

o kaoumpói̱s
カウボーイ
歯医者

ο οδοντίατρος

o odontíatros
歯医者
探偵

ο ντετέκτιβ

o ntetéktiv
探偵
潜水夫

ο δύτης

o dýti̱s
潜水夫
博士

ο γιατρός

o giatrós
博士
医師

ο γιατρός

o giatrós
医師
電気技師

ο ηλεκτρολόγος

o i̱lektrológos
電気技師
女子学生

η μαθήτρια

i̱ mathí̱tria
女子学生
消防士

ο πυροσβέστης

o pyrosvésti̱s
消防士
漁師

ο ψαράς

o psarás
漁師
サッカー選手

ο ποδοσφαιριστής

o podosfairistí̱s
サッカー選手
やくざ

ο κακοποιός / γκάνγκστερ

o kakopoiós / nkán'nkster
やくざ
植木屋

ο κηπουρός

o ki̱pourós
植木屋
ゴルファー

ο παίκτης του γκολφ

o paíkti̱s tou nkolf
ゴルファー
ギタリスト

ο κιθαρίστας

o kitharístas
ギタリスト
猟師

ο κυνηγός

o kyni̱gós
猟師
インテリアデザイナー

ο διακοσμητής

o diakosmi̱tí̱s
インテリアデザイナー
裁判官

ο δικαστής

o dikastí̱s
裁判官
カヤッカー

ο κωπηλάτης καγιάκ

o ko̱pi̱láti̱s kagiák
カヤッカー
マジシャン

ο μάγος

o mágos
マジシャン
男子生徒

ο μαθητής

o mathi̱tí̱s
男子生徒
マラソンランナー

ο μαραθωνοδρόμος

o maratho̱nodrómos
マラソンランナー
音楽家

ο μουσικός

o mousikós
音楽家
修道女

η καλόγρια

i̱ kalógria
修道女
職業

η απασχόληση

i̱ apaschóli̱si̱
職業
眼科医

ο οφθαλμίατρος

o ofthalmíatros
眼科医
検眼士

ο οπτικός

o optikós
検眼士
画家

ο ζωγράφος

o zo̱gráfos
画家
新聞少年

ο εφημεριδοπώλης

o efi̱meridopó̱li̱s
新聞少年
カメラマン

ο φωτογράφος

o fo̱tográfos
カメラマン
海賊

ο πειρατής

o peiratí̱s
海賊
配管工

ο υδραυλικός

o ydrav̱likós
配管工
警官

ο αστυνομικός

o astynomikós
警官
運搬人

ο αχθοφόρος

o achthofóros
運搬人
囚人

ο φυλακισμένος

o fylakisménos
囚人
秘書

ο γραμματέας

o grammatéas
秘書
スパイ

ο κατάσκοπος

o katáskopos
スパイ
外科医

ο χειρουργός

o cheirourgós
外科医
教師

ο δάσκαλος

o dáskalos
教師
泥棒

ο κλέφτης

o kléfti̱s
泥棒
トラック運転手

ο οδηγός φορτηγού

o odi̱gós forti̱goú
トラック運転手
失業

η ανεργία

i̱ anergía
失業
ウエートレス

η σερβιτόρα

i̱ servitóra
ウエートレス
窓拭き

ο καθαριστής παραθύρων

o katharistí̱s parathýro̱n
窓拭き
仕事

η εργασία

i̱ ergasía
仕事
労働者

ο εργαζόμενος

o ergazómenos
労働者