Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Τσεχικά
postoupit
Šneci postupují jen pomalu.
προοδεύω
Οι σαλιγκάρια προοδεύουν πολύ αργά.
poskytnout
Na dovolenou jsou poskytnuty lehátka.
παρέχω
Παρέχονται ξαπλώστρες για τους διακοπές.
zatěžovat
Kancelářská práce ji hodně zatěžuje.
βαραίνω
Τη βαραίνει πολύ η δουλειά στο γραφείο.
odměnit
Byl odměněn medailí.
ανταμείβω
Τον αντάμειψαν με ένα μετάλλιο.
zdanit
Firmy jsou zdaněny různými způsoby.
φορολογώ
Οι εταιρείες φορολογούνται με διάφορους τρόπους.
utéct
Náš syn chtěl utéct z domu.
τρέχω μακριά
Ο γιος μας ήθελε να τρέξει μακριά από το σπίτι.
změnit
Kvůli klimatickým změnám se mnoho změnilo.
αλλάζω
Πολλά έχουν αλλάξει λόγω της κλιματικής αλλαγής.
zvonit
Zvonek zvoní každý den.
χτυπώ
Το κουδούνι χτυπάει κάθε μέρα.
běžet
Atlet běží.
τρέχω
Ο αθλητής τρέχει.
navádět
Toto zařízení nás navádí na cestu.
καθοδηγώ
Αυτή η συσκευή μας καθοδηγεί τον δρόμο.
způsobit
Příliš mnoho lidí rychle způsobí chaos.
προκαλώ
Πάρα πολλοί άνθρωποι προκαλούν γρήγορα χάος.