Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Τσεχικά
oslepnout
Muž s odznaky oslepl.
τυφλώνομαι
Ο άντρας με τα σήματα έχει τυφλωθεί.
malovat
Chci si vymalovat byt.
βάφω
Θέλω να βάψω το διαμέρισμά μου.
snídat
Rádi snídáme v posteli.
πρωινιάζω
Προτιμούμε να πρωινιάζουμε στο κρεβάτι.
dívat se na
Na dovolené jsem se díval na mnoho památek.
κοιτώ
Στις διακοπές, κοίταξα πολλά αξιοθέατα.
ignorovat
Dítě ignoruje slova své matky.
αγνοώ
Το παιδί αγνοεί τα λόγια της μητέρας του.
přepravit
Kola přepravujeme na střeše auta.
μεταφέρω
Μεταφέρουμε τα ποδήλατα στην οροφή του αυτοκινήτου.
podepsat
Prosím podepište zde!
υπογράφω
Παρακαλώ υπογράψτε εδώ!
zvyknout si
Děti si musí zvyknout čistit si zuby.
συνηθίζω
Τα παιδιά πρέπει να συνηθίσουν να βουρτσίζουν τα δόντια τους.
stříhat
Kadeřník ji stříhá.
κόβω
Η κομμώτρια της κόβει τα μαλλιά.
studovat
Na mé univerzitě studuje mnoho žen.
μελετώ
Υπάρχουν πολλές γυναίκες που μελετούν στο πανεπιστήμιό μου.
projít
Může tudy projít kočka?
περνάω
Μπορεί η γάτα να περάσει από αυτή την τρύπα;