Οι άνθρωποι που μιλούν δύο γλώσσες, ακούνε καλύτερα.
Μπορούν να ξεχωρίσουν με ακρίβει διάφορους ήχους μεταξύ τους.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια αμερικανική έρευνα.
Ερευνητές εξέτασαν πολλούς εφήβους.
Ένα μέρος των συμμετεχόντων είχε μεγαλώσει με δύο γλώσσες.
Αυτοί οι έφηβοι μιλούσαν αγγλικά και ισπανικά.
Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες μιλούσαν μόνο αγγλικά.
Οι νέοι άνθρωποι έπρεπε να ακούσουν μια συγκεκριμένη συλλαβή.
Την συλλαβή ''ντα''.
Δεν ανήκε σε καμιά από τις δύο γλώσσες.
Η συλλαβή εκφωνήθηκε στα εξεταζόμενα άτομα μέσω ακουστικών.
Ταυτόχρονα, μετρήθηκε η δραστηριότητα του εγκεφάλου με ηλεκτρόδια.
Μετά τη δοκιμασία, οι έφηβοι έπρεπε να ακούσουν την συλλαβή ακόμα μια φορά.
Αυτήν την φορά , όμως, ακουγόταν και πολλή φασαρία.
Ακουγόντουσαν διάφορες φωνές, οι οποίες πρόφεραν φράσεις χωρίς νόημα.
Οι δίγλωσσοι αντέδρασαν πολλή δυνατά όταν άκουγαν την συλλαβή.
Ο εγκέφαλός τους έδειξε μεγάλη δραστηριότητα.
Μπορούσαν να αναγνωρίσουν την συλλαβή με και χωρίς φασαρία.
Οι συμμετέχοντες που μιλούσαν μόνο μια γλώσσα, δεν το κατάφεραν αυτό.
Η ακοή τους δεν ήταν τόσο καλή όσο των δίγλωσσων συμμετεχόντων.
Το αποτέλεσμα του πειράματος εξέπληξε τους ερευνητές.
Μέχρι τότε ήταν μόνο γνωστό, ότι οι μουσικοί έχουν ιδιαιτέρα καλή ακοή.
Όπως φαίνεται όμως, η διγλωσσία εξασκεί την ακοή.
Οι δίγλωσσοι ακούνε συνέχεια διάφορους ήχους.
Επομένως, το μυαλό αναγκάζεται να αναπτύσσει νέες ικανότητες.
Μαθαίνει να ξεχωρίζει με ακρίβεια διάφορα γλωσσικά ερεθίσματα.
Οι ερευνητές εξετάζουν τώρα την επιρροή των γλωσσικών γνώσεων στον εγκέφαλο.
Ίσως τελικά η εκμάθηση γλωσσών σε μεγάλη ηλικία κάνει καλό στην ακοή...